"ΕΣΤΙΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΑΓΩΓΗ ΤΙΣ ΩΦΕΛΙΜΟΣ ΤΗ ΨΥΧΗ ΕΠΙΠΟΝΩΣ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟ ΚΑΚΙΑΣ ΚΗΛΙΔΩΝ ΑΥΤΗΝ ΕΚΚΑΘΑΙΡΟΥΣΑ ..." (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ)

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Στη νέα δεκαετία με ή χωρίς θρησκεία;

γράφει για το Amen.gr ο Δρ Κωνσταντίνος Βασ. Ζορμπάς, Κοινωνιολόγος-Θεολόγος-Πολιτικός Επιστήμων*

Το τελευταίο διάστημα γίναμε μάρτυρες μιας σειράς συνεχών και ποικίλων προβληματισμών γύρω από τις σχέσεις Εκκλησίας-Κοινωνίας (προτιμώ αυτόν τον διαχωρισμό παρά εκείνον Εκκλησίας-Πολιτείας). Πολλοί ήταν εκείνοι που αντιδράσανε γύρω από το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου για την οικονομική κρίση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας την Ελλάδος «Προς το Λαό». Για πολλούς μάλιστα το κείμενο θεωρήθηκε ως «παρέμβαση της Εκκλησίας πολιτική και ως εκτροπή από την αποστολή της». Οι αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές ποικίλες: από την δήθεν παρέμβαση της Εκκλησίας στην Πολιτική και από την άλλη η αντίδραση των πολιτικών για την παρέμβαση αυτή! Έχουμε την εντύπωση ότι τελικά, παρά την οποιαδήποτε αποδοχή ή μη των λεχθέντων του παραπάνω κειμένου, όσο και το πλήθος των Εγκυκλίων (Χριστουγεννιάτικες και Πρωτοχρονιάτικες) των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαντούν σε ένα ουσιαστικό ερώτημα. Ότι δηλαδή, ούτε οι μεν ούτε οι δε, λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την ίδια τη Θρησκεία. Διότι η μεν Πολιτική δεν αποδέχεται ότι η Θρησκεία μπορεί να παίξει ένα σοβαρό ρόλο στην κοινωνική ζωή ενός τόπου, αλλά και η Εκκλησία επιμόνως αγωνιά για κάτι που γνωρίζει καλά: ότι δεν πολιτικολογεί στην ζωή αυτή αλλά η ζωή πολιτεύεται!

*

Για πολλά χρόνια υπήρχε η εντύπωση ότι οι θρησκείες στις δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες θα είχαν, αργά ή γρήγορα, ένα τέλος! Αυτό όμως όχι μόνον δεν πραγματοποιήθηκε αλλά είναι «καιρός στην αρχή της νέας δεκαετίας η  πολιτική να λάβει σοβαρά υπόψη της τη Θρησκεία»(Τόνυ Μπλαίρ). Ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι εκφράζουν την πίστη τους, στην ιδιωτική ή τη δημόσια σφαίρα,  σε ολόκληρο τον κόσμο αυξάνεται συνεχώς. Αυτό είναι ορατό κυρίως στον Ισλαμικό κόσμο. Ενώ στην Ευρώπη τα ποσοστά γεννήσεων παραμένουν τα ίδια ο Αραβικός πληθυσμός, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, θα τριπλασιασθεί τις επόμενες δεκαετίες και ο πληθυσμός θα αυξηθεί σε πολλές Χώρες της Ευρώπης από την μετακίνηση των πληθυσμών, κυρίως από τον Ασιατικό Ισλαμικό κόσμο. Ο Χριστιανισμός επίσης πρόκειται να αυξηθεί εκτός Ευρώπης και μάλιστα σε Χώρες που δεν το περιμένουμε!

Η θρησκευτικότητα των πολιτών της Κίνας αποτελεί ένα αξιοπρόσεκτο ερευνητικό γεγονός. Υπάρχουν περισσότεροι Μουσουλμάνοι στην Κίνα από ό,τι στην Ευρώπη, περισσότεροι Προτεστάντες από ό,τι στην Αγγλία και την Αμερική και περισσότεροι Καθολικοί από ό,τι στην Ιταλία. Επιπλέον, ανάλογα με τις τελευταίες εκτιμήσεις περίπου 100 εκατ. Κινέζοι θεωρούν τους εαυτούς τους Βουδιστές, και, φυσικά, ο Κομφουκιανισμός, ο οποίος είναι περισσότερο ένα ηθικό και φιλοσοφικό σύστημα  και όχι  Θρησκεία, εκ-τιμάται δεόντως. 

Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμισθεί η ύπαρξη ενός σημαντικού κινήματος Ευαγγελικών στην Βραζιλία και το Μεξικό. Η πίστη συνεχίζει να διαμορφώνει την αμερικανική κοινωνία και αυτό γιατί αποτελεί ένα ζωτικό κομμάτι στην ζωή των αμερικανών πολιτών. Ακόμη και στην Ευρώπη ο αριθμός των ανθρώπων –παρά την εκκοσμίκευση- οι οποίοι εκφράζουν την πίστη τους στον Θεό παραμένει υψηλός. Και βέβαια δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ύπαρξη των Ινδουιστών, του Σιχισμού (Sikhism) και των Εβραίων.

Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι πιστοί σε ολόκληρο τον κόσμο πραγματοποιούν μεγάλα φιλανθρωπικά έργα. Περίπου το 40% της ιατρικής περίθαλψης στην Αφρική πραγματοποιείται από ιατρικές οργανώσεις – οι οποίες βασίζονται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ομάδες Μουσουλμάνων δραστηριοποιούνται στην μάχη εναντίον της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Σε κάθε έθνος βρίσκει κανείς την ανιδιοτελή περίθαλψη προς τους αναξιοπαθούντες, τους πονεμένους, τα άτομα χωρίς αγαθά και χωρίς ευκαιρίες κ.ά. Και οι άνθρωποι που προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους δρουν με μοναδικό κίνητρο την πίστη τους. Το κοινό σημείο σε όλες τις μεγάλες Θρησκείες είναι η ανθρώπινη ισότητα ενώπιον του Θεού!

Δυστυχώς, η συμπόνια και η διακονία του πλησίον δεν είναι ο μόνος συσχετισμός στον οποίο δραστηριοποιούνται οι ποικίλες θρησκείες. Η Θρησκεία μπορεί να προωθήσει επίσης ακρότητες ακόμη και την τρομοκρατία! Εδώ η πίστη γίνεται σημείο ταυτότητας σε αντίθεση με όλους αυτούς που δεν ανήκουν στην ίδια Θρησκεία.

Ένα είδος ‘πνευματικού εθνικισμού’ που βλέπει όλους τους υπόλοιπους ως άπιστους και άρα στο τέλος τους άλλους ως εχθρούς. Ως ένα βαθμό, αυτό προϋπήρχε μέσα σε όλες τις Θρησκείες. Τι άλλαξε όμως τα τελευταία χρόνια; Εκείνο που βοήθησε την συντόμευση των ακραίων εντάσεων μεταξύ των θρησκειών είναι η τεχνολογία. Η τεχνολογία βοήθησε τους λαούς να έλθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, ενώ την ίδια στιγμή τα ιδεολογικά σύνορα συρρικνώνονται (π.χ. facebook). Πριν από 50 χρόνια σπάνια συναντούσες κάποιον από ένα διαφορετικό πολιτισμό ή πολύ περισσότερο με διαφορετική πίστη. Σήμερα, όλα και όλοι είναι δίπλα σου!

Αυτός ο νέος κόσμος που γεννιέται με γρήγορους ρυθμούς απαιτεί τον αλληλοσεβασμό και την απομάκρυνση της καχυποψίας απέναντι στους άλλους. Ο κόσμος αυτός που γεννιέται προκαλεί το «ομόθρησκο» επιζητώντας από τους πολίτες είτε να τον επιλέξουν συνειδητά  είτε  να τον πολεμήσουν!

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κεντρικό σημείο τριβής. Για κάποιους αυτή η θρησκευτική δύναμη αποτελεί μια απειλή εναντίον της συντηρητικής κοινωνίας. Και για όλους αυτούς για τους οποίους η Θρησκεία σημαίνει «κάτι» πολλές φορές συνοδεύεται από την επιθετική εκκοσμίκευση, η οποία κάνει πολλούς πιστούς να νοιώθουν άβολα! Αφιερώνουμε πολύτιμο χρόνο στις αδυναμίες και τις διαφορές μας και ελάχιστα ασχολούμαστε με το πως θα συνυπάρξουμε. Δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι οι περισσότερες πολιτικές συγκρούσεις στον κόσμο έχουν κυρίως θρησκευτική διάσταση και θρησκευτικό υπόβαθρο (Diplomatie, 44(2010)56). Οι θρησκευτικές ακρότητες του Ισλάμ δεν φαίνεται να μειώνονται. Κι αυτό δεν πρόκειται να μειωθεί εάν δεν αναθεωρηθεί η στάση της Πολιτικής απέναντι στη Θρησκεία και δεν αποφασίσει να την εντάξει στα εθνικά μέτρα ασφαλείας (π.χ. Αίγυπτος). Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, αργά αλλά σταθερά, παράγει πολιτική αντίδραση όπως μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από τις τελευταίες πολιτικές νίκες των ισλαμοφοβικών πολιτικών κόμματων, καθώς και από τις δηλώσεις ευρωπαίων ηγετών ότι η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε (Άγγελλα  Μέρκελ).

Εβραίοι φονταμενταλιστές εμποδίζουν κάθε προσπάθεια ειρηνικής συνύπαρξης στην Μέση Ανατολή και δημιουργούν νέες παράνομες αποικίες. Οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές κατανοούν το τζιχάντ (ιερός πόλεμος) ως ένα είδος τρομοκρατικού πολέμου ενάντια στη Δύση και διακηρύσσουν μία νέα μουσουλμανική αυτοκρατορία από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό.  Μέλη των Ευαγγελικών Εκκλησιών της Αμερικής συνδυάζουν τα θρησκευτικά τους πιστεύω με τον τραχύ ατομικισμό των πρώτων κατοίκων της Αμερικής (Alexis de Tocqueville, De la démocratie en Amérique). Μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές εκτιμούν ότι αυτό που εμείς στη Δύση θεωρούμε ως απελευθερωτική επιρροή της τεχνολογικής προόδου και της παγκοσμιοποίησης είναι μια επανάληψη του δυτικού αποικισμού. Αποτέλεσμα όλων αυτών ο οξύς και καταστροφικός δογματισμός, κάθε είδους θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ο οποίος έχει ένα κοινό σημείο: την αγανάκτηση, το φόβο και την απαξίωση του σύγχρονου κόσμου.
Αλλά πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το σημαντικό ενδιαφέρον κορυφαίων πολιτικών για την Θρησκεία; Πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο Μπάρακ Ομπάμα, Πρόεδρος των Αμερικής, σε κάθε του επίσκεψη στις μακρινές Χώρες επισκέπτεται τα Πανεπιστήμια και συζητά για το ρόλο της Θρησκείας και ειδικότερα του Ισλάμ στην κοινωνία; Πώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την συνειδητή ενασχόληση του πρώην Πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Τόνυ Μπλαίρ με το Ίδρυμα για την πίστη (Faith Foundation); Πώς εξηγείται η εμμονή πολλών Οργανισμών (π.χ. ΟΗΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης κ.ά.) να εντάσσουν τη Θρησκεία στις προτεραιότητες τους; Τί μπορεί να μας προσφέρει το Άρθρο 17 της νέας Συνθήκης της Λισσαβόνας για τον «ανοικτό, διαφανή και συνεχή» διάλογο των θρησκευτικών κοινοτήτων με τα ευρωπαϊκά όργανα και κατ’ επέκταση με τις ίδιες τις Χώρες τους στα πλαίσια της επικουρικότητας;

Η Θρησκεία αποτελούσε πάντοτε μέρος πολιτικών συγκρούσεων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Θρησκεία θα πρέπει να υποτιμηθεί ή να περιθωριοποιηθεί. Αυτό θα δημιουργούσε μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις. Απεναντίας, απαιτεί μια ειδική προσέγγιση και μεταχείριση. Δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί η Θρησκεία από την Πολιτική ως ένα ακόμη ανθρώπινο ιδεολόγημα. Η θρησκευτικότητα, όσο και εάν απειλείται -σε Ανατολή και Δύση- αυξάνει συνεχώς. Κάθε χώρος και τόπος πρέπει να έχει ως κυρίαρχο δόγμα την αλληλοκατανόηση μεταξύ των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Δεν δικαιολογείται κανένας πόλεμος, καμία αδικία, επιθετικότητα ή βία στο όνομα της Θρησκείας. Το λάδι της Θρησκείας είναι για να επουλώνει τις πληγές και να μαλακώνει τις καρδιές, να βοηθά τους ανθρώπους να βρουν την ελπίδα και ποτέ για επιθετικούς σκοπούς (Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος). Οι προπαγανδιστές των θρησκευτικών φονταμενταλιστικών αντιλήψεων δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια κατ’ έτος για την προώθηση αυτής της θρησκευτικής αντίληψης (Karen Armstrong, The Case for God: What Religion Really Means, 2010).

Τι συμβαίνει λοιπόν; Εάν παρακολουθήσει κανείς τα δημοσιευμένα κείμενα από τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα ή ακόμη και τους λόγους πολλών ευρωπαίων πολιτικών ηγετών, θα διαπιστώσει ότι στα περισσότερα από αυτά, εάν όχι σε όλα, την αναφορά τους στην κοινωνική συνοχή. Ο ορισμός της κοινωνικής συνοχής εξαρτάται από το γεγονός ότι η ίδια μπορεί να αποδοθεί μέσα από πολλαπλές έννοιες και κάθε έννοια οδηγεί αναπόφευκτα στην απεικόνιση μιας διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας. Πολλοί μελετητές προσπάθησαν να ορίσουν με τα δικά τους επιστημονικά κριτήρια την έννοια της κοινωνικής συνοχής, η οποία αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των ατόμων και των ομάδων από την άποψη της αποδοχής. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα η συνεχής εισροή μεταναστών, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, επηρέασε αρκετά την ελληνική κοινωνική συνοχή. Όπως ήταν φυσικό ένα πλήθος προβλημάτων ταυτίστηκαν με το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής, όπως η οικονομική συνοχή, οι κοινωνικές ανισότητες, οι κοινωνικές διαφορές και οι αντιφάσεις. Στην Ελλάδα η κοινωνική συνοχή υποστηρίζονταν πάντοτε μέσα από την παραδοσιακή κοινή πολιτιστική ταυτότητα, με επίκεντρο την ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και τις παραδόσεις. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Βαλκάνια και στην Ευρώπη οδήγησαν σε μια μετατόπιση της αντίληψης της κοινωνικής συνοχής. Έτσι το προτεινόμενο μοντέλο μιας κοινωνίας, η οποία θα κρατήσει την κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως μετά το 1981, με τη δημιουργία ενός συνεκτικού δεσμού, ο οποίος θα βασίζεται στην ιδέα της οικονομικής ισότητας, αντικατέστησε τον γνωστό συναισθηματικό και εμπειρικό ιστό της ελληνικής κοινωνίας.

Το αποτέλεσμα ήταν τα κύματα των αλλοδαπών οικονομικών μεταναστών που εισέρευσαν στην Ελλάδα, άλλοτε επίσημα και άλλοτε ανεπίσημα, να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στον παραδοσιακό συνεκτικό ιστό, διότι η ελληνική κοινωνία βρέθηκε απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα της πολυπολιτισμικότητας. Ο ελληνικός κοινωνικός ιστός αντιστάθηκε, προκαλώντας φόβο και  τρόμο, και αντιδρώντας στις αλλαγές στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας. Εκείνο όμως που είναι πολύ σημαντικό και δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής της κάθε πολιτικής οικογένειας είναι το γεγονός ότι ο μόνος τρόπος που μπορεί να κρατήσει την κοινωνική συνοχή μιας Χώρας είναι αποκλειστικά η Θρησκεία. θεωρούμε ότι η θρησκευτική εκπαίδευση θα πρέπει να αποτελεί μέρος του κορμού των υποχρεωτικών μαθημάτων, εάν θέλουμε να δούμε στις επόμενες γενιές, -κυρίως στην Ελλάδα γιατί σε άλλα ευρωπαϊκά Κράτη ήδη έχει γίνει αποδεκτό- ανοικτές κοινωνίες χωρίς φόβο και θρησκευτική επιθετικότητα απέναντι στο διαφορετικό. Η μετακίνηση των πληθυσμών, είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν μπορεί να σταματήσει. Ούτε μπορεί η Ελλάδα να αποστασιοποιηθεί απέναντι στους χιλιάδες ξένους που έρχονται στη Χώρα μας. Τα σχόλια πολλών εκκλησιαστικών ανδρών ότι «εμείς θα πορευθούμε μόνοι μας και όσοι θέλουν ας μας ακολουθήσουν» δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, αλλά ούτε και να λέγονται με παρόμοια ευκολία. Κάπου-κάπου ας ρίχνουμε και καμία ματιά στην «Προς Διόγνητον» απολογητική επιστολή του 2ου αιώνα για να αποδεχθούμε επιτέλους τη «μετανάστευση της αγάπης»!

*

Το 2011 είναι αφιερωμένο στον εθελοντισμό. Ο εθελοντισμός ως εκδήλωση «αγαθού βίου» ή ως σχέση αυτονομίας μεταξύ πολιτείας και ενεργών πολιτών δημιουργεί ένα νέο σώμα στην κοινωνία το «σώμα των πολιτών». Αυτό το νέο «σώμα» είναι φυσικό να το αντιλαμβάνεται η Πολιτική ως δικό του σώμα και να συν-τάσσεται με τις δραστηριότητες του. Πιστεύουμε ότι η μεγαλύτερη  πρόσκληση για την σημερινή Εκκλησία είναι η σχέση της με την Κοινωνία των Πολιτών (ΚτΠ).

Ο εκκλησιαστικός οργανισμός είχε την ικανότητα να εμπνέει και να κινητοποιεί σε εθελοντική δράση. Σήμερα όμως βρισκόμαστε αντιμέτωποι  με ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η Εκκλησία ελάχιστα εμπνέει ενώ η ΚτΠ εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Εδώ υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ερώτημα που αξίζει να μελετηθεί. Προς τα πού στράφηκε η μάζα αυτή μετά την εκκλησιαστική της αποδέσμευση; Τί ήταν εκείνο που μπόρεσε να αφομοιώσει τη δύναμη αυτών των ανθρώπων; Προς τα πού διοχετεύθηκε η δυναμική των εκκλησιαστικών φιλανθρωπικών οργανώσεων; Αξίζει εδώ να σημειώσουμε την τεράστια επιτυχία του Ράντυ Πάους, ο οποίος έγραψε το βιβλίο "Η τελευταία ομιλία" (The last lecture) και αποτελεί αναφορά για πολλούς νέους που επιδίδονται σε εθελοντικές δραστηριότητες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εθελοντικών κινητοποιήσεων δεν έχει καμία σχέση με την Πολιτική, αλλά ούτε και με την Εκκλησία, αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτών των οργανώσεων δραστηριοποιούνται με κριτήρια καθαρά φιλανθρωπικά. Η εθελοντική κίνηση μέσω των ποικίλων συλλόγων και οργανώσεων δεν μπόρεσε να διατηρηθεί μέσα στην ενορία, γι’ αυτό και αυτή η νέα πραγματικότητα θα μπορούσε να έχει πολύ μεγάλη σημασία για την ελλαδική Εκκλησία, κυρίως όταν τίθενται ερωτήματα: Πρώτον, υπάρχουν κάποιες αξίες στην ΚτΠ που μπορούν να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες αξίες της Εκκλησίας; Δεύτερον, η ύπαρξη της ΚτΠ έγινε αιφνίδια στην κοινωνία μας ή προϋπήρχε; Τρίτον, τί ήταν αυτό που ανάγκασε τη δημιουργία της και δεν μπόρεσε να το συμπληρώσει η Εκκλησία; Πώς η Εκκλησία, που έχει συμβάλει στην εμφάνιση αυτών των νέων κοινωνικών δομών, λαμβάνει υπόψη της σήμερα αυτές τις εξελίξεις; Μέχρι ποιό σημείο η Εκκλησία έχει θέση η ίδια μέσα στο νέο αυτό περιβάλλον; 

*

Το μήνυμα, από όλα τα παραπάνω, είναι και προς δύο κατευθύνσεις. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες πρέπει να αποδεχθούν μια νέα ευθύνη. Η Εκκλησία δεν μένει αμέτοχη στις εξελίξεις αυτές. Πορεύεται μέσα στον κόσμο των αλλαγών χωρίς όμως η ίδια να ταυτίζεται με τον κόσμο. Προσπαθεί να κατανοήσει τα προβλήματα του ανθρώπου και να συμβάλει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στην επίλυσή τους. Μέσα στην Εκκλησία καλλιεργείται η αληθινή «εν Χριστώ» κοινωνία της αγάπης, που οδηγεί και στην «εν Χριστώ» σωτηρία. Η Κοινωνία προσπαθεί να αποδείξει την παντοδυναμία της, ενώ η Εκκλησία προσπαθεί να περισώσει την ιερότητα του ανθρώπου ως εικόνας του Θεού. Ασφαλώς και τα προβλήματα ζητούν απαντήσεις. Υπάρχουν θέματα που εύκολα επιλύονται. Υπάρχουν όμως και καινοφανή θέματα που απαιτούν επεξεργασία, σκέψη, υπομονή, διάθεση μαθητείας. Ο κίνδυνος της Εκκλησίας στον 21ο αιώνα είναι να γίνει η ίδια πληκτική, ανιαρή και καταστρεπτική. Μια Εκκλησία που θα ταυτισθεί με τον κόσμο γίνεται επιθετική, διαβρώνεται και «κοσμοποιείται». Την αντιπαλότητα αυτή, μεταξύ «ιερού και βέβηλου», περιγράφει πολύ όμορφα ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης  Βαρθολομαίος Α΄ στο Πρωτοχρονιάτικο Μήνυμά του (2011).

Από την άλλη πλευρά η Πολιτική πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη στάση της απέναντι στη Θρησκεία. Να εντάξει στην όλη Πολιτική της προβληματική την διασφάλιση της κάθε Θρησκείας, η οποία οδηγεί στον σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους με διαφορετική πίστη. Οι αυστηροί οπαδοί της εκκοσμίκευσης και οι αποδέκτες του λεγόμενου «λαϊκού» ή ουδετερόθρησκου  Κράτους δεν μπορούν πλέον να πορευθούν με παλαιωμένες αντιλήψεις για τη Θρησκεία. Η συνύπαρξη Πολιτικής και Κοινωνίας αποτελεί μια αληθινή πρόσκληση. Εάν η Πολιτική δεν εντάξει την Θρησκεία στις προτεραιότητες της τότε η ίδια η Θρησκεία θα ορίζεται μέσα από μια συνεχή θρησκευτική διαμάχη, η οποία θα ελέγχεται αποκλειστικά και μόνον από τις  θρησκευτικές κοινότητες και η Πολιτική θα είναι απλός παρατηρητής των εξελίξεων και θα δηλώνει ότι αυτά είναι έμφυτα στην Θρησκεία. Αυτό όμως θα ήταν η τραγωδία ή μάλλον η αυτοκτονία της κοινωνίας μας. Γιατί πάνω από όλα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η πίστη πρέπει να αποτελεί λόγο ύπαρξης και προόδου. Η Θρησκεία δεν πεθαίνει και ούτε θα πρέπει να πεθάνει, γιατί ο κόσμος χρειάζεται την πίστη.

*Σημείωση: Ο Δρ Κωνσταντίνος Βασ. Ζορμπάς είναι Σύμβουλος για εκκλησιαστικά θέματα στην Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=4402

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου