"ΕΣΤΙΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΑΓΩΓΗ ΤΙΣ ΩΦΕΛΙΜΟΣ ΤΗ ΨΥΧΗ ΕΠΙΠΟΝΩΣ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟ ΚΑΚΙΑΣ ΚΗΛΙΔΩΝ ΑΥΤΗΝ ΕΚΚΑΘΑΙΡΟΥΣΑ ..." (ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ)

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Βιβλιοπαρουσίαση: Ἀνδρέα Νανάκη, Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Ἀπό τό Γένος καί τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος

ΑΝΔΡΕΑ ΝΑΝΑΚΗ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ:

Ἀπό τό Γένος καί τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν ὕστερη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία

Μέ τά σημαντικά ἐκκλησιαστικά, πολιτικά καί κοινωνικά γεγονότα τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα πού συνθέτουν τήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δρομολογοῦν τό πέρασμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τό Γένος καί τή Ρωμιοσύνη τῆς ἐθναρχικῆς παραδόσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Ἔθνος καί τό ἑλλαδικό Κράτος τῆς «νεωτερικότητας», ἀσχολεῖται τό νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί καθηγητού τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. Ἀνδρέα Νανάκη. Στό βιβλίο συντίθεται ἡ προβληματική μελετημάτων τοῦ συγγραφέα, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε τήν τελευταία δεκαπενταετία μέ κείμενα πού ξεκινοῦσαν κατ’ ἀρχήν ἀπό τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις καί προσεγγίζονται, πέρα ἀπό τά τυποποιημένα ἱστορικά σχήματα τῶν ἰδεολογικῶν ἐπιλογῶν τῆς νεωτερικότητας τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα, πτυχές ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅταν ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία βρίσκεται στή δύση τῆς ἱστορικῆς της πορείας, ἐν μέσῳ κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν καί ἀνακατατάξεων.

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου: «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν ὕστερη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ἀπό τό Γένος καί τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος», τό ὁποῖο κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις Μπαρμπουνάκη τῆς Θεσσαλονίκης. Πρόκειται γιά ἕνα ἱστορικό πόνημα μέ τό ὁποῖο ὁ Σεβασμιώτατος Ἀνδρέας Νανάκης, μέ τή διεισδυτική ματιά τοῦ ἱστορικοῦ, προσεγγίζει καί ἀναλύει τήν κρίσιμη γιά τό Γένος περίοδο πού ἔχει ἀφετηρία τίς σουλτανικές μεταρρυθμίσεις τῶν «Tanzimat» καί κατάληξη τήν ἐπικύρωση τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης ἡ ὁποία ἀποψίλωσε καί νομικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν ἐναπομείνασα, ἐκ τοῦ ἐθναρχικοῦ ρόλου, πολιτική ἰσχύ του. Στίς σελίδες τοῦ βιβλίου τά δημοσιευόμενα κείμενα συνθέτουν πτυχές ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς ὕστερους χρόνους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Πιό συγκεκριμένα μεταξύ τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα, κυρίως μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, ὅταν ἡ τότε νέα τάξη πραγμάτων, μέ τίς ἀντιπαλότητες καί τούς ἐθνικούς πολέμους ἐπέφερε τήν ὁλοκληρωτική ἀναδόμηση στόν βαλκανικό καί μικρασιατικό κόσμο, ἐν μέσῳ τῶν ἐθνοκαθάρσεων καί τῶν ἐθνοκτονιῶν ἐκείνης τῆς περιόδου.

Ὅπως γράφαμε πρόσφατα, σ΄ αὐτές ἐδῶ τίς σελίδες («Θεολογία», τόμ. 84, τ. 2, σ. 279) καί γιά τό προηγούμενο βιβλίο του («Μικρά Ἀσία. Προσφυγικά ἀτελεύτητα», ἔκδ. Ἄντ. Σταμούλη, 2012), ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρκαλοχωρίου τόσο ὡς ἀκαδημαϊκός δάσκαλος τῆς Ἱστορίας καί συγγραφέας ὅσο καί ὡς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (καί κατά τήν τρέχουσα περίοδο μέλος τῆς Ἁγιᾶς καί Ἱερᾶς Συνόδου αὐτοῦ), ἀποτελεῖ φορέα τῆς ἐθναρχικῆς μνήμης, τήν ὁποία διαρκῶς ὄχι ἁπλῶς ἐμπλουτίζει ἱστορικά, ἀλλά καί τονώνει συναισθηματικά ὄντας καί ὁ ἴδιος μικρασιατικῆς - ἐκ μητρός - καταγωγῆς καί συγκεκριμένα ἀπό τ’ Ἀλάτσατα, πόλη κειμένη στήν ἐπαρχία τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς – γῆς τῶν Ἰώνων - Σμύρνης.

Ὁ Μητροπολίτης καί πανεπιστημιακός καθηγητής Ἀνδρέας Νανάκης, ἐξ αἰτίας τοῦ πλούσιας σχετικῆς ἐργογραφίας καί τῆς ἐν γένει ποιμαντικῆς καί ἐπιστημονικῆς του δραστηριότητας ἔχει καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική καί ἀκαδημαϊκή κοινότητα ὡς ὁ κάτ΄ ἐξοχήν ἱστορικός τῆς Ἐθναρχίας, τῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μέ τό νέο του βιβλίο ἔρχεται νά ρίξει περισσότερο φῶς στίς αἰτίες καί τίς ἀφορμές, τίς συνθῆκες κάτω ἄπ΄ τίς ὁποῖες ἔγινε τό πέρασμα ἀπό τό Γένος στό Ἔθνος, ἀπό τήν ἐθναρχοῦσα (Πατριαρχεῖο) στή ἐθνική Ἐκκλησία, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν καί ἀνακατατάξεων τῆς ἐκρηκτικῆς περιόδου τοῦ 19ου καί 20ου αἰώνα. Ἔρχεται νά ἐξηγήσει τό πώς διαμορφώθηκε ἡ ἰδιοπροσωπεία τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ καί πώς σχηματίσθηκε διαχρονικά τό ἰδεολογικό καί πολιτικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Πολιτείας καί ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί ἀμφοτέρων ἔναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς διαχρονικοῦ διεθνοῦς θεσμοῦ καί πρωτόθρονης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας. Τό βιβλίο, ἀποτελεῖται ἀπό τέσσερα κεφάλαια καί 530 σελίδες συνολικά μαζί μέ τό ἀναλυτικό εὑρετήριο καί τό πλούσιο παράρτημα εἰκόνων μέ τίς προσωπικότητες καί τά στιγμιότυπα ἀπό τά γεγονότα πού σημάδεψαν τίς ἐποχές στίς ὁποῖες ἀναφέρεται ἡ ὕλη του, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ τέσσερα Κεφάλαια.

Στό Α΄ Κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», ἐξετάζονται οἱ προσωπικότητες καί οἱ ἱστορικές δράσεις ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι καθόρισαν τήν πορεία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, ὡς προκαθήμενοί τους. Ἐδῶ δεσπόζουν οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες: ὁ ἀπό Θεσσαλονίκης Ἰωακείμ Γ΄ (Δεβετζής η Δημητριαδης) καί ὁ ἀπό Ἀθηνῶν Μελέτιος Δ΄ (Μεταξάκης), ὁ πρῶτος κλείνοντας, οὐσιαστικά, τήν περίοδο τῆς Ἐθναρχίας καί ὁ δεύτερος ἐπιχειρώντας τήν ἰδεολογική σύνθεση Ἐκκλησίας καί Ἔθνους στό ὅραμα μίας νέας διηπειρωτικῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἀφήγηση τῶν γεγονότων εἶναι συναρπαστική, μέ ἐμφανῆ τόν στόχο τοῦ συγγραφέα νά συνδέσει τόν σημερινό ἀναγνώστη μέ τήν ἐμπειρία τῶν προηγουμένων γενεῶν, οἱ ὁποῖες οὕτως ἤ ἄλλως ἀποτελοῦν τήν ἱστορική του ρίζα, τή ρωμαίικη, ὅπως προκύπτει παραστατικά μέσα ἄπ΄ τά πρόσωπα – τίς μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ρωμιοσύνης - πού πρωταγωνιστοῦν στά περιεχόμενα τοῦ βιβλίου. Ὁ ἀναγνώστης «ζεῖ» τήν ἱστορία ὄχι ὡς ἁπλή περιγραφή ἄλλ΄ ὡς ἀναπαράσταση γεγονότων καί καταστάσεων ἡ ἀναλυτική καί συστηματική ἐπεξήγηση τῶν ὁποίων δίδει ἀπαντήσεις σέ προβληματισμούς πού φθάνουν μέχρι τό σήμερα, ὅσον ἀφορᾶ κρίσιμα ζητήματα πού ἔχουν νά κάνουν μέ τή ἐξελικτική πορεία τῆς Ρωμιοσύνης στό διάβα τῆς ἱστορίας. Βλέπουμε ἕναν Ἰωακείμ στή πρώτη του πατριαρχία (1878-1884) νά πασχίζει νά διασφαλίσει τό ὅραμα τῆς ἑνότητας τοῦ Ὀρθόδοξου κόσμου, μέσα ἀπό τή συνύπαρξη καί συνεργασία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων, στό πλαίσιο μίας ὀρθοδόξου κοινοπολιτείας ἐντός τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος θά εἶχε καθοριστικό λόγο καί ἐθναρχικό ρόλο. Τόν παρατηροῦμε νά συγκρούεται μέ τόν Πρωθυπουργό τῆς ἐποχῆς Χάρ. Τρικούπη ὁ ὁποῖος προσλάμβανε τό Πατριαρχεῖο ὡς μέσον γιά ἄσκηση ἀθηνοκεντρικής πολιτικῆς, ὡς ἐθνοποιητικό μηχανισμό γιά τούς ὁμογενεῖς μας στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορίας. Στή δεύτερη πατριαρχία τοῦ (1901 – 1912), μέσα ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν πηγῶν πού παραθέτει ὁ συγγραφέας, βλέπουμε ἕναν Ἰωακείμ νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι μέσα ἀπό τήν ἐπικείμενη δίνη τῶν ἐθνικῶν ἀντιπαραθέσεων θά δοκιμαστεῖ ἡ ὀρθόδοξη οἰκουμένη, πού ἔχει κέντρο τῆς τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Ἀνδρέας Νανάκης, ἀκριβῶς αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού σημειώνεται στήν περίοδο αὐτή ἡ στροφή τοῦ Ἰωακείμ πρός τήν Ἀθήνα καί τή σύνδεση τοῦ Πατριαρχείου μέ τό ἐθνικό κέντρο, μία στροφή πού ἐκφράζεται καί ἐμπράκτως. Εἶναι ἡ ἐποχή πού ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ’ ἐπανδρώνει τή Μακεδονία, πού δοκιμάζεται ἀπό τό βουλγαρικό ἐθνικισμό καί τήν ἐξαρχία μέ νέους καί δυναμικούς ἀρχιερεῖς, πτυχιούχους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ὅπως ὁ Δράμας Χρυσόστομος (1901), ὁ Στρωμνίτσης Γρηγόριος (1902), ὁ Νευροκοπίου Θεοδώρητος (1903), ὁ Θεσσαλονίκης Ἀλέξανδρος (1903), ὁ Πελαγονίας Ἰωακείμ (1903), καί ὁ Γρεβενῶν Αἰμιλιανός (1908) οἱ ὁποῖοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν ἐθνική συνείδηση, τήν ἐθνική ἰδέα καί ἰδεολογία. Οἱ περισσότεροι ἐγκαθίστανται στή Μακεδονία πρίν ἀπό τόν Παῦλο Μελά καί ἄλλους πρoξένους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπό τήν Ἀθήνα γιά νά ἐνισχύσουν καί νά διαμορφώσουν τό ἐθνικό φρόνημα τῶν πληθυσμῶν στή Μακεδονία, πού δοκιμαζόταν ἀπό τή δράση τῶν ἐξαρχικῶν καί ἐθνικιστῶν βουλγάρων. Στήν «στροφή» αὐτή τοῦ Ἰωακείμ πρός τό ἐθνικό κέντρο ματαίως θά ἀναζητήσει κανείς αἰτίες ἤ ἀφορμές ἰδεολογικοπολιτικές. Οὐδόλως ὁ Ἰωακείμ ἀπέστη τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἀπόψεών του γιά τόν οἰκουμενικό ρόλο τοῦ Πατριαρχείου. Ἐπρόκειτο γιά μία «στροφή» πού ὑπηρετοῦσε τά συμφέροντα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, αὐτή ἦταν ἡ ἔγνοια του. «Ὁ Ἰωακείμ εἶχε τό χάρισμα νά προσλαμβάνει τόν μεταβαλλόμενο κόσμο, νά τοποθετεῖται σ΄ αὐτόν καί νά διαμορφώνει τό αὔριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό μέλλον τοῦ ὁριοθετώντας τούς σκοπούς καί τούς στόχους τοῦ μέσα στό χρόνο», ὑπογραμμίζει ὁ συγγραφέας θεωρώντας ὅτι ἕναν αἰώνα μετά τήν ἐκδημία τοῦ Ἰωακείμ στόν ἄξονα τῆς ἴδιας προοπτικῆς κινεῖται, ὑπηρετώντας μέ περισσή εὐθύνη τά δίκαια τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Βασιλεύουσας, καί ὁ σημερινός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος Α΄, «διαπνεόμενος ἀπό μία βαθιά καί ὀξύτατη ἐνόραση περί τῶν κατά καιρούς διαδραματιζομένων σ΄ ἕνα διαρκῶς ἐξελισσόμενο κοινωνικό, πολιτικό καί οἰκονομικό περιβάλλον». Ἐξ΄ ἴσου ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ παρουσίαση στό βιβλίο τῆς προσωπικότητας καί τῆς διαδρομῆς του ἀπό Κιτίου Μελετίου Μεταξάκη ὡς Ἀθηνῶν (1918 – 1920), ὅπου ἐπεχείρησε ν΄ ἀπαλλάξει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τά δεσμά τῆς πολιτειοκρατίας καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά τήν αὐτοτέλειά της καί ὡς Κωνταντινουπόλεως (1921 – 1923), ὅπου ὑπηρέτησε τούς στόχους τοῦ βενιζελισμοῦ στόν ὁποῖο πολιτικά ἦταν ἀφοσιωμένος, μέσα ἀπό τό ὅραμα τῆς ἐθνικῆς ἰδέας μίας διηπειρωτικῆς Ἑλλάδος, χωρίς, ὅμως, ἀποτέλεσμα καθώς οἱ συγκυρίες ὑπῆρξαν ἀρνητικές. Τό νέο τουρκικό ἐθνικό κράτος τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ θεωρώντας τόν Μελέτιο ἐκπρόσωπο τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικισμοῦ ἀρνεῖται νά τόν ἀποδεχθεῖ στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ Μελέτιος μετά τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης τῆς Λωζάνης τό 1923 ἀναγκάζεται νά ὑποβάλλει τήν παραίτησή του. Ὁ συγγραφέας παρότι διακρίνει στόν Μελέτιο μία ἐκκλησιαστική προσωπικότητα δημιουργική καί χαρισματική (τήν ὁποία ἔχει ἤδη διερευνήσει διεξοδικά στό παρελθόν στό πλαίσιο τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς), ἐν τούτοις καί εἰδικά γιά τό θέμα αὐτό, συμπεραίνει ὅτι, λόγω τῶν συγκυριῶν, τό πέρασμά του στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὄχι μόνο δέν βοήθησε, ἀλλά καί ἔβλαψε.

Τό Β΄ Κεφάλαιο ἀποτελεῖ κατά τή γνώμη μας τό «ψαχνό» τοῦ βιβλίου. Ἔχει τίτλο «Ἀπό τήν Ἐθναρχία στό Ἔθνος» καί σ΄ αὐτό παρουσιάζονται προσωπικότητες καί γεγονότα, πού διαδραμάτισαν, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, σημαίνοντα ρόλο στή διαμόρφωση τῆς νεοελληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἡ ἐξιστόρηση ἐκκινεῖ ἀπό τόν ἱερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (Ἀγγελόπουλο) καί συνεχίζει μέ τούς διαφωτιστές καί «νεωτεριστές» διδασκάλους Ἀδαμάντιο Κοραή καί Θεόκλητο Φαρμακίδη, ἀναλύοντας τή ἀντιπαράθεσή τους μέ τούς ἐκπροσώπους τῆς «παραδοσιαρχίας» καί, εἰδικά, μέ τόν κορυφαῖο ἐξ αὐτῶν, Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν ἐξ Οἰκονόμων. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι στό Κεφάλαιο αὐτό ἡ ἱστορική καί νομοκανονική ἀνάλυση τοῦ συγγραφέα γιά τήν ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς διαμάχης, μεταξύ «νεωτεριστῶν» - «παραδοσιακῶν», ἡ ὁποία κορυφώθηκε μέ τήν αὐτογνώμονα ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στά 1833 καί εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν παραμονή τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας σέ σχισματική κατάσταση ἡ ὁποία διήρκησε μέχρι τό 1850, ὅποτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παραβλέποντας τό προηγούμενο δεκαεπτάχρονο ἀντικανονικό καθεστώς, ἀνεκήρυξε (29.06.1850) αὐτοκέφαλη τήν Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τῆς ἐκδόσεως (29.06.1850) τοῦ σχετικοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου (Π.Σ.Τ.) ὁ ὁποῖος ἰσχύει μέχρι σήμερα καί μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένος. Πρόκειται γιά τόν Τόμο, ὁ ὁποῖος σέ συνδυασμό μέ τήν συμπληρωματική αὐτοῦ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη (Π.Σ.Π.) τοῦ 1928 - τήν ἀφορώσα στήν «ἄχρι καιροῦ» ἐπιτροπική παραχώρηση τῶν πατριαρχικῶν Μητροπόλεων τῶν «Νέων Χωρῶν» στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος - ρυθμίζει τό συνολικό πλαίσιο τῆς κανονικῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν δυό Ἐκκλησιῶν, Μητρός τέ (Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) καί τῆς Θυγατρός (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος). Οἱ ἀναφορές τοῦ συγγραφέα γιά τό κρίσιμο ζήτημα τῆς (προβληματικῆς ἐξ ἐπόψεως κανονικότητος) διαπλάσεως τῶν σχέσεων τῆς Πολιτείας μέ τήν Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τοῦ συστήματος τῆς «νόμω κρατούσης Πολιτείας» πού ἐπεξεργάσθηκαν καί ἐπέβαλαν στό νεοελληνικό Κράτος ἀπό τό 1833 ὁ βαυαρός Ἀντιβασιλεύς τῆς Ἑλλάδος Γ. Μάουρερ καί ὁ σύμβουλός του ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, προεκτεινόμενες στό χρόνο εὑρίσκουν τά παράλληλά τους σέ ἀντικανονικές συμπεριφορές πού ἐκδηλώθηκαν, ὡς πιστά ἀντίγραφα τῆς πολιτικῆς τῶν Μάουρερ – Φαρμακίδη, τά πρόσφατα χρόνια. Ὅπως γιά παράδειγμα τή περίοδο τῆς Ἑπταετίας (1967 – 1974), ὅταν ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου Ἅ΄ (Κοτσώνη) παραγκωνίσθηκαν ὁ Πατριαρχικός Τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928, καθώς ὁ Ἱερώνυμος Α΄ ἠρνεῖτο νά ἐφαρμόσει τίς σχετικές περί τῶν πρεσβείων ἀρχιερωσύνης διατάξεις γιά τήν συγκρότηση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, θέτοντας ἔτσι σέ ἀμφισβήτηση τά de jure δικαιώματα συμμετοχῆς τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (Νέων Χωρῶν) στή Διαρκῆ Σύνοδο. Ἐπρόκειτο γιά μία ἐνέργεια πού προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί στό ἐσωτερικό της Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού σταδιακά ἐξελίχθηκαν σε boomerang για τόν ἴδιο τόν Ἱερώνυμο Α΄ ἐξαναγκάζοντας τόν στήν ὑποβολή παραιτήσεως ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Τοῦτο συνέβη μετά τήν ἀποδοκιμασία πού γνώρισε ἡ σαφέστατα ἀντιπατριαρχική πολιτική του στήν ἱστορική συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς 10ης Μαΐου 1973, ὅταν διαφοροποιήθηκαν ἀπό τήν τακτική του τότε Ἀρχιεπισκόπου ἀκόμη καί Ἐπίσκοποι ἐκλεγέντες ὑπό τῆς – ὕπ΄ αὐτοῦ προεδρευομένης – «Ἀριστίνδην» Συνόδου. Τόν Σεβασμιώτατο Ἀνδρέα Νανάκη τόν ἀπασχολεῖ σ΄ ὅλα σχεδόν τά πονήματά του τό θέμα τῆς κανονικῆς ἑνότητας τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πατριαρχεῖο. Μάλιστα, ὡς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δέν εἶχε διστάσει στό πρόσφατο παρελθόν μέ ἐπιφυλλίδες καί ἄρθρα του σέ μεγάλες ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν νά ὑπερασπισθεῖ τά κανονικά δικαιώματα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στήν ἑλλαδική ἐπικράτεια ὁσάκις αὐτά ἀμφισβητήθηκαν ἤ (ξανά-) ἐπιχειρήθηκε ἡ ἀπομείωσή τους, ὅπως συνέβη στά νεώτερα χρόνια καί εἰδικότερα τήν περίοδο 2000 – 2004. Δέν τόν ἐνδιαφέρουν τά πρόσωπα, ἀλλά οἱ θεσμοί καί ἡ (διά-) τήρησή τους, ἔτσι ὥστε ἡ κανονική ἑνότητα μεταξύ τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέσω τῶν πατριαρχικῶν πράξεων τοῦ 1850 καί τοῦ 1928, νά ὑποστασιάζεται ὡς ἐκκλησιολογικῆ προέκταση καί συνέπεια τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας. Ὁ Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου ἐπισημαίνοντας ὅτι τό πολιτιστικά «ὄμαιμον» καί «ὁμόγλωττον» τῆς αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνιστᾶ τό μεγάλο προνόμιο ἠμῶν τῶν Ἑλλήνων, τονίζει ὅτι στή κρίση τῶν σχημάτων καί τῶν ἰδεολογιῶν τῆς μετενεωτερικῆς ἐποχῆς ἤ τῆς δεύτερης νεωτερικότητας, ὁ ὑπερεθνικός καί διαχρονικός θεσμός τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, σέ συνάρτηση μέ τήν ἑλληνική πολιτιστική του παράδοση, θά ἀποτελέσει καί πάλι τή μήτρα πού θά διαφυλάξει καί θά διασώσει καί πάλι τήν πνευματική μας παρακαταθήκη καί τήν ἰδιαίτερή μας παράδοση. Πρόκειται, οὐσιαστικά, γιά τό κεντρικό μήνυμα τοῦ συγγραφέα: μᾶς συνδέει μέ τόν Φανάρι ἕνας «ὀμφάλιος λῶρος», ἐκεῖ κτυπᾶ ἡ καρδιά τοῦ Γένους μας, συνεπῶς, ὀφείλουμε, εἰδικά ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, νά διαφυλάξουμε τή σχέση αὐτή ὡς «κόρην ὀφθαλμοῦ». Ὑπενθυμίζει μάλιστα ὁ συγγραφέας, ἐπικαλούμενος σχετικές ἱστορικές πηγές, τή θλίψη πού ἐξέφρασε, ἐν εἴδει μετανοίας, ὁ πρωταγωνιστής τῆς αὐτογνωμόνου ἀνακηρύξεως, τό 1833, τῆς «αὐτοκεφαλίας» τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης ὅταν ἔμαθε ὅτι τά δικά του (ἐθνικοπολιτικοῦ τύπου: Κάθε Ἔθνος / Κράτος νά ἔχει τή δική του - «ἀνεξάρτητη» ἄπ΄ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο - Ἐκκλησία) ἐπιχειρήματα χρησιμοποιοῦσαν οἱ Βούλγαροι γιά νά ἀποσκιρτίσουν ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία, ἔχοντας, ἐν τῷ μεταξύ, παύσει νά μνημονεύουν τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στίς ἐκκλησιές τούς ἀκόμη καί ἐντός τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μία μετάνοια ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ ἄλλες, ἀντίστοιχες σχετικές πηγές (Πανώτη, Αριστ., «Συνοδικόν», τομ. Β’, σ. 144), ἔλαβε καί δραματικότερα χαρακτηριστικά ὅταν ὁ πρωτοστατήσας στήν ἀπόσχιση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχίας Θεόκλητος Φαρμακίδης λίγο πρό τῆς κοιμήσεώς του (1860), τή τελευταία στιγμή τῆς ἐκπνοῆς τοῦ ἐκραύγασε εἰς ἐπήκοον τῶν παρισταμένων: «Ἥμαρτον γιά τό κακό πού ἔπραξα στήν Ἐκκλησία μας».

Στό Γ΄ Κεφάλαιο παρατίθενται καί σχολιάζονται τά σημαντικότερα κείμενα ἐσωτερικῶν κανονισμῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τά ὁποία καί σηματοδότησαν τή μετάβαση ἀπό τό καθεστώς τοῦ «Γεροντισμοῦ» σέ συλλογικότερες μορφές διοικήσεως. Τό ἔργο ὁλοκληρώνεται μέ τό Δ΄ Κεφάλαιο πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν εἰδική περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία, παρά τήν πολιτική ἐνσωμάτωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς της ἐπικρατείας στό νεοελληνικό κράτος, δέν ἐντάχθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλά παρέμεινε ἡμιαυτόνομη σέ σχέση ὀργανικῆς ἑνότητας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Προλογίζοντας τό βιβλίο ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Νίκος Ζαχαρόπουλος ἀναφέρει γιά τόν συγγραφέα καί παλαιό μαθητή του Ἀνδρέα Νανάκη, ὅτι «τά γραπτά του ἀποπνέουν ἕνα μίγμα ἀρχοντιᾶς, λεπτότητας καί δυναμισμοῦ πού ἔχει τήν ἔκφρασή του, στήν πορεία τῆς ζωῆς του, μέσα ἄπ΄ τά αἰσθήματά του πού ἐκδιπλώνονται τελείως φυσικά μέ κάθε ἐκδήλωσή του πρός τό Γένος, τήν Πατρίδα καί τήν Ἐκκλησία». Τήν ἴδια αἴσθηση, πού τόσο ὄμορφα περιγράφει στό προλόγισμα τοῦ βιβλίου ὁ ἀκαδημαϊκός δάσκαλος τοῦ συγγραφέα, εἴχαμε τήν τύχη – μιλώντας θεολογικά: τήν εὐλογία – νά νιώσουμε καί ὅσοι μαθητεύσαμε κοντά στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀρκαλοχωρίου καί δάσκαλό μας στό Θεολογικό Τμῆμα τοῦ Α.Π.Θ. Ἀνδρέα Νανάκη. Διερμηνεύοντας τά αἰσθήματα τῶν πολλῶν θεολόγων, λαϊκῶν καί κληρικῶν, μίας νεώτερης γενιᾶς, τήν ἄποψη αὐτή, γιά τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ συγγραφέα, καταθέτει εὐγνωμόνως ὁ συντάκτης αὐτῆς τῆς βιβλιοπαρουσιάσεως καί μαθητής του.

Χάρης Ἀνδρεόπουλος



[* Ο Χάρης Ἀνδρεόπουλος εἶναι θεολόγος καθηγητής καί συνεργάτης τῆς ἐφημερίδος «Ἐλευθερία» Λαρίσης. Ἡ βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύθηκε στό ἐπιστημονικό περιοδικό «Θεολογία», τομ. 86, τχ. 1, Ἰανουαρίου – Μαρτίου 2015, σσ. 393 – 398]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου